- πισσοκώνητος
- -ον, Α(ποιητ. τ.)1. ο αλειμμένος με πίσσα2. φρ. α) «πῡρ πισσοκώνητον» — φωτιά με πισσωμένα ξύλα για τελειότερη καύσηβ) «πισσοκώνητος μόρος»(κατά τον Ησύχ.) ο θάνατος κάποιου που τόν άλειψαν με πίσσα και τόν έκαψαν στη φωτιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + -κώνητος (< κωνῶ «επιχρίω με πίσσα»)].
Dictionary of Greek. 2013.