πισσοκώνητος

πισσοκώνητος
-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. ο αλειμμένος με πίσσα
2. φρ. α) «πῡρ πισσοκώνητον» — φωτιά με πισσωμένα ξύλα για τελειότερη καύση
β) «πισσοκώνητος μόρος»
(κατά τον Ησύχ.) ο θάνατος κάποιου που τόν άλειψαν με πίσσα και τόν έκαψαν στη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + -κώνητος (< κωνῶ «επιχρίω με πίσσα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πισσοκώνητον — πισσοκώνητος daubed with pitch masc/fem acc sg πισσοκώνητος daubed with pitch neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πισσοκωνήτῳ — πισσοκώνητος daubed with pitch masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πισσήρης — ῆρες, Α (ποιητ. τ.) 1. πισσήεις* 2. πισσοκώνητος* 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πισσήρης (ενν. κηρωτή) έμπλαστρο με πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. ήρης* (Ι) (< ἀραρίσκω «συνδέω») με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. ξιφ ήρης)] …   Dictionary of Greek

  • πισσοκωνώ — άω, Α έχω αλειφθεί με πίσσα, είμαι πισσοκώνητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κωνῶ «επιχρίω με πίσσα»] …   Dictionary of Greek

  • πισσοκωνήτωι — πισσοκωνήτῳ , πισσοκώνητος daubed with pitch masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”